ξέπλεκος, -η, -ο

ξέπλεκος, -η, -ο
ξέπλεκος, -η, -ο και ξέπλεγος,-η, -ο όχι πλεγμένος, ο ξεπλεγμένος: Με ξέπλεγαστις αύρες τα μαλλιά της πετά η τρελή χαρά (Γρυπάρης).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξέπλεκος — και ξέπλεγος, η, ο 1. (συν. για μαλλιά) ξεπλεγμένος, λυτός 2. αυτός που έχει τα μαλλιά του λυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματισμός από το ρ. ξεπλέκω] …   Dictionary of Greek

  • ανάπλεκος — η, ο ξέπλεκος …   Dictionary of Greek

  • ξέπλεγος — η, ο βλ. ξέπλεκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”